μυϊκό ινίδιο

μυϊκό ινίδιο
Ντελικάτη, κυλινδρική κλωστή, που είναι το βασικό συστατικό στοιχείο της μυϊκής ίνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σαρκομερίδιο — το, Ν βιολ. καθένα από την σειρά τμημάτων που συναποτελούν το μυϊκό ινίδιο, το οποίο αντιπροσωπεύει την μορφολογική και λειτουργική συσταλτική μονάδα τού γραμμωτού μυός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sarcomere (< σάρκα + μέρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”